- γειώνω
- γειώνω, γείωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γείωση — Η διοχέτευση ηλεκτρικών φορτίων στο έδαφος. Από ηλεκτρική άποψη, η Γη μπορεί να θεωρηθεί αγωγός άπειρης χωρητικότητας, που μπορεί να λάβει κατά συνθήκη δυναμικό μηδέν. Η ιδιότητα αυτή εφαρμόζεται πραγματικά στη γ., η οποία γίνεται με αγωγούς… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek